λεπρούμαι

λεπρούμαι
(Α λεπροῡμαι, -όομαι)
βλ. λεπρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λέπρωσις — λέπρωσις, ἡ (ΑM) [λεπρούμαι] λέπρα …   Dictionary of Greek

  • λεπρώ — (Α λεπρῶ, άω και όω) [λέπρα] 1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν 2. (συν. στη μέσ.) λεπροῡμαι, όομαι γίνομαι λεπρός αρχ. γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συλλεπρούμαι — όομαι, Α προσβάλλομαι από λέπρα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεπροῦμαι «προσβάλλομαι από λέπρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”